- χρυσοτέκτων
- -ονος, ὁ, Αχρυσοχόος («Χαιρέας ὁ χρυσοτέκτων», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + τέκτων (πρβλ. σιδηρο-τέκτων)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοτέκτων — χρῡσοτέκτων , χρυσοτέκτων goldsmith masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՈՍԿԵԳՈՐԾ — (ի, աց.) NBH 2 0518 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c գ. ՈՍԿԵԳՈՐԾ կամ ՈՍԿԷԳՈՐԾ. χρυσουργός, χρυσοτεκτών , χρυσοχόος aurifex, aurifaber, aurifusor. Գործօղ զոսկի, այսինքն ի վերայ ոսկւոյ, եւ ի հանքս ոսկւոյ, կամ սպասս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
χρυσοτέκτονα — χρῡσοτέκτονα , χρυσοτέκτων goldsmith masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοτέκτονες — χρῡσοτέκτονες , χρυσοτέκτων goldsmith masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)